Share

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ - ΤΑ ΠΑΘΗ - Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ

 (Ανάγνωσμα 5ο)

ΕΙΠΕΝ ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες απόκαμα ν' απαντέχω γυμνός έξω από την κλειστή θύρα της αυλής των προβάτων. Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυριγματιά μου αναπηδούσε και βέλαζε. Άλλοι όμως, και πολλές φορές οι ίδιοι αυτοί που παινεύανε την καρτερία μου, από δέντρα και μάντρες πηδώντας, επατούσανε πρώτοι το πόδι αυτοί μες στη μέση της αυλής των προβάτων. Και ιδού πάντα γυμνός εγώ και χωρίς ποίμνιο κανένα, στέναξεν ο λαός μου. Και στα δόντια του γυάλισεν η αρχαία πείνα, και η ψυχή του έτριξε πάνω στην πίκρα της καθώς που τρίζει επάνω στο χαλίκι το άρβυλο του απελπισμένου.

Τότες αυτοί που κατέχουνε τα πολλά, ν' ακούσουνε τέτοιο τρίξιμο, τρόμαξαν. Επειδή το κάθε σημάδι καταλεπτώς γνωρίζουνε και συχνά, μίλια μακριά διαβάζουνε στο συμφέρον τους. Παρευθύς λοιπόν τα πέδιλα τ' απατηλά ποδέθηκαν. Και μισοί πιάνοντας τους άλλους μισούς, από το να και τ' άλλο μέρος τραβούσανε, τέτοια λόγια λέγοντας: άξια και καλά τα έργα σας, και ορίστε αυτή που βλέπετε η θύρα η κλειστή της αυλής των προβάτων. Ασηκώστε το χέρι και μαζί σας εμείς, και φροντίδα δική μας η φωτιά και το σίδερο. Σπιτικά μη φοβάστε, φαμελιές μη λυπάστε, και ποτέ σε γιου ή πατέρα ή μικρού αδερφού τη φωνή, πίσω μην κάνετε. Ειδέ τύχει κανείς από σάς κι ή φοβηθεί κι ή λυπηθεί κι ή κάνει πίσω, να ξέρει: επάνω του το κρίμα και κατά της δικής του κεφαλής η φωτιά που φέραμε και το σίδερο.

Και το λόγο τους πριν αποσώσουν είχε πάρει ν' αλλάζει ο καιρός, μακριά στο μαυράδι των νεφών και σιμά στο κοπάδι των ανθρώπων. Σα να πέρασε αγέρας χαμηλά βογγώντας και ν' απόριξε άδεια τα κορμιά, δίχως μια στάλα θύμηση. Το κεφάλι μπλάβο και άλαλο αψηλά στραμμένο, μα το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη, γραπωμένο από κομμάτι σίδερο, της φωτιάς ή απ' τ' άλλα, πό 'χουν τη μύτη σουγλερή και την κόψη αθέρα. Και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ' αδερφού μικρού ο μεγάλος. Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη μέση, και πολλές γυναίκες απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέσανε. Και που αν έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω, τίποτε. Μόνο αγέρας βουίζοντας μέσα στα μεσοδόκια και στα λίγα καμένα λιθάρια μεριές-μεριές οι καπνoί βοσκώντας τα κουφάρια των σκοτωμένων.

Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό. Που τη θύρα χτυπούσανε ν' ανοίξουνε της αυλής των προβάτων. Και φωνή προβάτου δεν ακούστηκε παρεχτός επάνω στο μαχαίρι. Και φωνή θύρας ούτε, παρεχτός την ώρα που 'γερνε μες στις φλόγες τις ύστερες να καεί. Επειδή αυτός ο λαός μου η θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή και το ποίμνιο των προβάτων.



ι΄

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αίματα * με πορφύρωσαν
Και χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε
Οξειδώθηκα μες στη * νοτιά
* των ανθρώπων
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Στ' ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε
Αμαρτία μου να 'χα * κι εγώ
* μιαν αγάπη
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε * μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της * μες στα σπλάχνα μου
Την παρθένα ζωή μια * στιγμή
* να φωτίσουν
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Κι από τότε γύρισαν * καταπάνω μου
Των αιώνων όργητες * ξεφωνίζοντας
"Ο που σ' είδε, στο αίμα * να ζει
* και στην πέτρα"
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Της πατρίδας μου πάλι * ομοιώθηκα
Μες στις πέτρες άνθισα * και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα * με φως
* ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο




ΙΕ΄

ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω
Tη συγγνώμη δεν έδωσα,
την ικεσία δεν έστερξα,
την ερημιά την άντεξα σάν το χαλίκι.
Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται;
Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου
κι η Αυγή, πριν προλάβω,
στα δίχτυα της τα 'χει μακριά παρασύρει
που συ τη θέλησες!
Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόρα
στεριώνω στον άνεμο
κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του δειλινού,
που συ τη θέλησες!
Υψώνω χόρτα σα να φωνάζω μ' όλα τα φρένα μου
και να τα πάλι που καταπέφτουν
από το κάμα του Ιουλίου,
που συ το θέλησες!
Τι λοιπόν, τι άλλο, τι νέο μου μέλλεται;
Ιδού που εσύ μιλείς κι εγώ αληθεύω.
Σφεντονάω την πέτρα και βρίσκει επάνω μου.
Ορυχεία βαθαίνω και τους ουρανούς εργάζομαι.
Τα πουλιά κυνηγώ και στο βάρος τους χάνομαι.
Θεέ μου συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω.
Τα στοιχεία που είσαι,
ημέρες και νύχτες,
ήλιοι κι αστέρες, θύελλες και γαλήνη,
ανατρέπω στην τάξη κι εναντίον τα βάζω
του δικού μου θανάτου,
που συ τον θέλησες!




ΙΣΤ΄

ΕΝΩΡΙΣ εξύπνησα τις ηδονές
ενωρίς τη λεύκα μου άναψα
με το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησα
εκεί μόνος την έστησα:
Φύσηξες και με κύκλωσαν οι τρικυμίες
ένα-ένα μου πήρες τα πουλιά -
Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω;
Κοίταξα μες στο μέλλον τους μήνες και τα χρόνια
που ξανά θα γυρίσουνε χωρίς εμένα
και δαγκώθηκα τόσο βαθιά
που αργά το αίμα μου ένιωσα ν' αναβλύζει ψηλά
και να στάζει απ' το μέλλον μου.
Έσκαψα μες στο χώμα την ώρα που ήμουν ο ένοχος
και τρέμοντας εσήκωσα το θύμα στα χέρια μου
και του μίλησα τόσο απαλά
που αργά τα μάτια του άνοιξαν και σταλάξανε τη δροσιά
στο χώμα που ήμουν ο ένοχος.
Έριξα το σκοτάδι στο κρεβάτι του έρωτα
με του κόσμου τα πράγματα στο νου μου γυμνά
και το σπέρμα μου τίναξα τόσο μακριά
που αργά οι γυναίκες γύρισαν μες στον ήλιο και πόνεσαν
και γεννήσανε πάλι τα ορατά.
Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω;
Ενωρίς εξύπνησα τις ηδονές
ενωρίς τη λεύκα μου άναψα
με το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησα
εκεί μόνος την έστησα:
Φύσηξες και λαχτάρισαν τα σωθικά μου
ένα-ένα μου γύρισαν τα πουλιά!




ια΄

ΘΑ ΚΑΡΩ Μοναχός * των θαλερών πραγμάτων
Σεμνά θα υπηρετώ * την τάξη των πουλιών
Στον όρθρο της Συκιάς * από τις νύχτες θα 'ρχομαι
Κατάδροσος * να φέρω στην ποδιά μου
Το κυανό * το ρόδινο το μώβ
Και τις γενναίες του νερού * ν' ανάβω
Σταγόνες * ο γενναιότερος.

Εικονίσματα θα * 'χω τ' άχραντα κορίτσια
Ντυμένα στου πελα * γους μόνο το λινό
Θα δέομαι να πά * ρει της μυρτιάς το ένστικτο
Η αγνότη μου * και τους μυώνες θηρίου
Το ποταπό * το δύστροπο το αχνό
Στα σφριγηλά μου σωθικά * να πνίξω
Για πάντα * ο σφριγηλότερος.

Θα περάσουν καιροί * πολλών ανομημάτων
Του κέρδους της τιμής * των τύψεων του δαρμού
Λυσσώντας θα χιμάει * ο Βουκεφάλας του αίματος
Τις άσπρες μου * λαχτάρες να λαχτίσει
Την αντρειά * τον έρωτα το φως
Και κραταιές οσφραίνοντάς * τις να χλι-
Μιντρίσει * ο κραταιότερος.

Αλλά τότε στις εξ * των υψωμένων κρίνων
Που η κρίση μου θα κά * νει ρήγμα του Καιρού
Η ενδέκατη εντολή * θ' αναδυθεί απ' τα μάτια μου
Ή θα 'ναι αυτός * ο κόσμος ή δε θα 'ναι
Ο Τοκετός * η Θέωσις το Αεί
Που με τα δίκαια της ψυχής * μου θα 'χω
Κηρύξει * ο δικαιότερος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου